προορατικοῦ

προορατικοῦ
προορατικός
quick at foreseeing
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προορατικότητα — η, Ν η ιδιότητα τού προορατικού, η ικανότητα να προβλέπει, να προμαντεύει κανείς κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προορατικός. Η λ., στον λόγιο τ. προορατικότης, μαρτυρείται από το 1874 στον Δαμ. Χριστόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • προορατικότητα — η η ιδιότητα του προορατικού, η προβλεπτικότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”